Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ψυχῆς ὄλεϑρος

См. также в других словарях:

  • ψυχόλεθρος — ὁ, Α ο όλεθρος, ο θάνατος τής ψυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + ὄλεθρος «καταστροφή»] …   Dictionary of Greek

  • συντριβή — η, ΝΜΑ [συντρίβω] όλεθρος, καταστροφή (α. «η συντριβή τών στρατιωτικών τους δυνάμεων ήταν αναπότρεπτη» β. «πρὸ συντριβῆς ἡγεῑται ὕβρις, πρὸ δὲ πτώματος κακοφροσύνη», ΠΔ) νεοελλ. μσν. μτφ. σπαραγμός ψυχής μσν. αρχ. σύντριψη …   Dictionary of Greek

  • ψυχολεθρία — ἡ, Μ [ψυχόλεθρος] όλεθρος τής ψυχής ή, γενικά, τών ψυχών …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»